Ιωάννινα, 4/10/2017
“Προς όφελος παραγωγών και καταναλωτών το νομοσχέδιο για τη διακίνηση και εμπορία νωπών αγροτικών προϊόντων”
Ολοκληρώθηκε χθες, Τρίτη 3 Οκτωβρίου, από την Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής, η επεξεργασία του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για τη “Διακίνηση και εμπορία νωπών και ευαλλοίωτων αγροτικών προϊόντων” και θα ακολουθήσει την ερχόμενη εβδομάδα η συζήτησή του στην Ολομέλεια, με την ενσωμάτωση σε αυτό και των νομοθετικών βελτιώσεων που προέκυψαν από τις προτάσεις των εμπλεκόμενων φορέων.
Το νομοσχέδιο ρυθμίζει θέματα που αφορούν τις καθυστερήσεις πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές νωπών αγροτικών προϊόντων, προβλέποντας την υποχρέωση των εμπόρων να εξοφλούν τους παραγωγούς εντός 2μήνου και αντιμετωπίζει τις ελληνοποιήσεις, θεσμοθετώντας την υποχρεωτική επισήμανση προέλευσης στο κρέας και το γάλα.
Ο εισηγητής του νομοσχεδίου, βουλευτής Ιωαννίνων του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Καραγιάννης, ανέφερε χαρακτηριστικά στην τοποθέτησή του ότι “κοινή διαπίστωση των περισσότερων φορέων που συμμετείχαν στη διαβούλευση, είναι ότι το παρόν νομοσχέδιο στηρίζει τον αγροτικό κόσμο και την πρωτογενή παραγωγή, βάζει τάξη στην αγορά σε ότι αφορά τους χρόνους πληρωμής και προστατεύει τον Έλληνα καταναλωτή.”
Σχετικά με τις καθυστερήσεις πληρωμών νωπών και ευαλλοίωτων προϊόντων, ο κ. Καραγιάννης, αναφέρθηκε ειδικά στην πτηνοτροφία της Ηπείρου, σημειώνοντας “σκεφθείτε τι σημαίνει για τον παραγωγό η εξόφληση ενός ευπαθούς προϊόντος μετά από 120 ημέρες και ας πάρουμε, σαν παράδειγμα, στο κοτόπουλο, το οποίο γνωρίζω από την εμπειρία μου στον χώρο. Ο πτηνοτρόφος πληρώνεται με μέση τιμή ζώντος πουλερικού το 1,20 € το κιλό. Η διαδικασία σφαγής επιφέρει φύρα 25% και διαμορφώνεται έτσι μια τιμή γύρω στο 1,60 €. Σε αυτήν προσθέτουμε 40 λεπτά το κιλό για έξοδα σφαγείου, διανομής και διοίκησης. Το προϊόν στο ράφι πωλείται 1,99 € το κιλό, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., σε συνήθη περίοδο προσφορών. Αν υπολογίσουμε τους τρεις με τέσσερις μήνες εξόφλησης και τις λοιπές δεσμεύσεις της συμφωνίας με τα Σούπερ Μάρκετ, νομίζω πως δεν θα μπορούμε σε λίγο να κάνουμε λόγο για ελληνική πτηνοτροφία, έναν κλάδο που απασχολεί μόνο στην Ήπειρο πάνω από χίλιους παραγωγούς, δύο χιλιάδες εργαζόμενους, διαθέτει τρία υπερσύγχρονα σφαγεία, δύο εκ των οποίων συνεταιριστικά και κατέχει το 55% της ελληνικής παραγωγής. Η μείωση του χρόνου πληρωμής θα βοηθήσει σημαντικά την ρευστότητα, τις ταμειακές ροές των επιχειρήσεων, την οικονομική τους διαχείριση και θα στηρίξει την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητά τους, ιδίως μέσα στη σημερινή δύσκολη οικονομική συγκυρία.”
Αναλυτικά, η εισήγηση του κ. Καραγιάννη στη χθεσινή, 4η συνεδρίαση της Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου με θέμα την επεξεργασία του εν λόγω σχεδίου νόμου, έχει ως εξής:
“Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συνεχίζουμε σήμερα στην Επιτροπή, την εξέταση και επεξεργασία του σχεδίου νόμου για την διακίνηση και εμπορία νωπών και ευαλλοίωτων αγροτικών προϊόντων. Κοινή διαπίστωση των περισσότερων φορέων που συμμετείχαν στη διαβούλευση, είναι ότι το παρόν νομοσχέδιο στηρίζει τον αγροτικό κόσμο και την πρωτογενή παραγωγή, βάζει τάξη στην αγορά σε ότι αφορά τους χρόνους πληρωμής και προστατεύει τον Έλληνα καταναλωτή. Από τις παρατηρήσεις των προσκεκλημένων φορέων, τις τοποθετήσεις των συναδέλφων και τον δημόσιο διάλογο, θα ήθελα διευκρινιστικά να σταθώ στα παρακάτω σημεία.
Το πρώτο αφορά το κεφάλαιο Α’, σχετικά με τις καθυστερήσεις πληρωμών και την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/7/ΕΕ. Ο χαρακτηρισμός ‘νωπά και ευαλλοίωτα’ αφορά αγροτικά προϊόντα με πολύ μικρό κύκλο ζωής. Είναι τα ευπαθή προϊόντα, τα οποία απαιτούν την προστασία του νόμου, όπως οι πρασινάδες, τα νωπά κρέατα, τα πουλερικά και τα ψάρια. Λιγότερο ευπαθή μπορούν να χαρακτηρισθούν τα δενδρώδη, τα οποία δεν πωλούνται πάντα στην περίοδο της συγκομιδής, ενώ ευπαθή είναι επίσης τα παρασκευάσματα γάλακτος και κρέατος. Σκεφθείτε τι σημαίνει για τον παραγωγό η εξόφληση ενός ευπαθούς προϊόντος μετά από 120 ημέρες, χωρίς να υπολογίζουμε σε αυτά τα λοιπά συμφωνηθέντα με τα μεγάλα σημεία πώλησης. Θα σας αναφέρω το παράδειγμα του κοτόπουλου, το οποίο γνωρίζω από την εμπειρία μου στον χώρο. Ο πτηνοτρόφος πληρώνεται με μέση τιμή ζώντος πουλερικού το 1,20 € το κιλό. Η διαδικασία σφαγής επιφέρει φύρα 25% και διαμορφώνεται μια τιμή γύρω στο 1,60 €. Σε αυτήν προσθέτουμε 40 λεπτά στο κιλό για τα έξοδα σφαγείου, διανομής και διοίκησης. Το προϊόν στο ράφι πωλείται 1,99 € το κιλό, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., σε συνήθη περίοδο προσφορών. Αν υπολογίσουμε τους τρεις με τέσσερις μήνες εξόφλησης και τις λοιπές δεσμεύσεις της συμφωνίας με τα Σούπερ Μάρκετ, δεν θα μπορούμε σε λίγο να κάνουμε λόγο για ελληνική πτηνοτροφία, έναν κλάδο που απασχολεί μόνο στην Ήπειρο πάνω από χίλιους παραγωγούς, δύο χιλιάδες εργαζόμενους, διαθέτει τρία υπερσύγχρονα σφαγεία, δύο εκ των οποίων συνεταιριστικά και κατέχει το 55% της ελληνικής παραγωγής. Η μείωση του χρόνου πληρωμής θα βοηθήσει σημαντικά την ρευστότητα, τις ταμειακές ροές των επιχειρήσεων, την οικονομική τους διαχείριση και θα στηρίξει την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητά τους, ιδίως μέσα στη σημερινή δύσκολη οικονομική συγκυρία.
Το δεύτερο σημείο που θα ήθελα να σταθώ, έχει να κάνει με το ζήτημα των ελληνοποιήσεων και την υποχρεωτική αναγραφή προέλευσης στο γάλα και το κρέας. Με το παρόν σχέδιο νόμου, γίνεται ένα πρώτο μεγάλο βήμα, στην αντιμετώπιση του παραπάνω προβλήματος, ικανοποιείται ένα δίκαιο αίτημα του κτηνοτροφικού κόσμου και προστατεύεται ο Έλληνας καταναλωτής. Όπως ήδη ανέφερα στην πρώτη ανάγνωση του νομοσχεδίου, το πρόβλημα των ελληνοποιήσεων έχει καταστεί ‘καρκίνωμα’ που θα πρέπει άμεσα να αφαιρεθεί για τους παρακάτω λόγους: αποσαρθρώνει την εθνική παραγωγική βάση και την αγροτική οικονομία, στηρίζει και ανατροφοδοτεί ένα μεγάλο κύκλωμα πλαστών και εικονικών τιμολογίων, παραοικονομίας και μαύρου χρήματος, δημιουργεί κυκλώματα διαφθοράς στο δημόσιο, παραπλανεί τον Έλληνα καταναλωτή, αφαιρεί έσοδα από το Δημόσιο, πιέζει ασφυκτικά τις τιμές γάλακτος (ειδικά του πρόβειου), εμποδίζει την αναπτυξιακή προσπάθεια και υποθηκεύει με τον χειρότερο τρόπο το μέλλον των Π.Ο.Π. και Π.Γ.Ε. προϊόντων μας, ειδικά της φέτας. Πώς θα μπορέσουμε να στηρίξουμε την Π.Ο.Π. φέτα, άμα δεν εξασφαλίσουμε την παραγωγή της από ελληνικό φρέσκο αιγοπρόβειο γάλα; Πώς θα στηρίξουμε όλα τα Π.Ο.Π. παραδοσιακά, ορεινά, νησιωτικά και γεωγραφικής ένδειξης προϊόντα της χώρας μας; Πώς θα ανασυγκροτήσουμε την πρωτογενή μας παραγωγή, για να στηριχτεί η μεταποιητική διαδικασία παραγωγής, επώνυμων ελληνικών προϊόντων, υψηλής διατροφικής αξίας και ποιότητας, με εξαγωγικό προσανατολισμό; Η υποχρεωτική σήμανση της προέλευσης γάλακτος που περιλαμβάνει χώρα αρμέγματος, επεξεργασίας και συσκευασίας, σύννομη πάντα του κανονισμού 1169/2011 της Ε.Ε., έρχεται να απαντήσει θετικά στα παραπάνω ερωτήματα, που απασχολούν τον αγροτικό κόσμο και ειδικά τους νέους αγρότες της χώρας μας.
Από την ακρόαση των φορέων προέκυψαν πολλές αξιόλογες προτάσεις, ιδίως για τις ελληνοποιήσεις κρέατος, οι οποίες σταδιακά μπορεί να ενταχθούν στη γενικότερη στρατηγική αντιμετώπιση τους. Ένας παράγοντας γνωστός που δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για τις ελληνοποιήσεις, είναι το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε επακριβώς τον αριθμό των εκτρεφόμενων παραγωγικών ζώων, ιδίως των βοοειδών. Η επέκταση της ιχνηλασιμότητας σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, οι αυστηρότεροι έλεγχοι, η ηλεκτρονική καταχώριση διακίνησης των ζώων, η στελέχωση σφαγείων και τελωνείων, ο έλεγχος ισοζυγίων γάλακτος και κρέατος, είναι σημαντικά επίδικα προστασίας, τόσο του Έλληνα κτηνοτρόφου, όσο και του Έλληνα καταναλωτή. Η στήριξη της κτηνοτροφίας επιβάλλεται, όχι μόνο για την δημιουργία συνθηκών αυτάρκειας και μείωσης των εισαγωγών, αλλά και για τη μεγάλη της συμβολή στην επιβίωση των κατοίκων των παραμεθόριων, ορεινών και μειονεκτικών περιοχών της πατρίδας μας.
Σχετικά με το κεφάλαιο Γ’ και τις τροποποιήσεις των διατάξεων του ν.δ. 420/1970, επιχειρείται ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου εκμετάλλευσης των ιχθυοτρόφων υδάτων, με στόχο την εξυγίανση της λειτουργίας των μισθωτών αλιευτικών συνεταιρισμών, τη βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων, τις αναγκαίες παρεμβάσεις στις δημόσιες εγκαταστάσεις ιχθυοτροφείων, τη δυνατότητα αξιοποίησης προγραμμάτων που αφορούν την εντατική ιχθυοκαλλιέργεια, τις λιμνοθάλασσες και τα εσωτερικά ύδατα. Αναφέρομαι στα μέτρα του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας 2014-2020 ΕΣΠΑ. Η αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου, επιβάλλεται από το γεγονός ότι τα ύδατα αυτά αποτελούν παραγωγικά συστήματα, διεθνώς προστατευμένα, με παραδοσιακές αλιευτικές εκμεταλλεύσεις και εξαγωγή αλιευμάτων υψηλής βιολογικής αξίας και ποιότητας, όπως είναι το αυγοτάραχο Μεσολογγίου και η γαρίδα του Αμβρακικού.
Το τελευταίο σημείο στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ, έχει να κάνει με τους συνεταιρισμούς. Η όποια συζήτηση περί συνεταιρισμών, είναι εξ ορισμού στενάχωρη, λόγω των γνωστών παθογενειών, στις οποίες δεν έχω καμιά πρόθεση να επανέλθω. Οφείλουμε, όμως, να αποκαταστήσουμε όλοι μαζί την χαμένη τιμή του συνεργατισμού στη χώρα μας και να μην επιτρέψουμε για άλλη μια φορά να συμβούν τα ίδια που αμαύρωσαν τον χώρο της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα. Έχουμε χρέος απέναντι στον αγροτικό κόσμο, να ανοίξουμε όλους τους φακέλους της ντροπής, από τις παράνομες χρηματοδοτήσεις της Α.Τ.Ε., μέχρι την κατασπατάληση ευρωπαϊκών πόρων και κονδυλίων, από συνεταιρισμούς ‘σφραγίδες’ και ‘αμαρτωλές’ διοικήσεις συνεταιριστικών οργανώσεων, που άφησαν ‘κουφάρια’ και διέλυσαν την παραγωγική βάση της χώρας. Οι νέοι και σύγχρονοι συνεταιρισμοί, θα πρέπει να λειτουργούν με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, να θεσπίσουν αυστηρούς εσωτερικούς ελέγχους, να προχωρήσουν σε διαχωρισμό εκλεγμένων διοικήσεων και management, να προστατεύσουν τα συμφέροντα των παραγωγών μελών και το κύρος του συνεργατισμού, σύμφωνα με τις αρχές του Μάντσεστερ. Η τακτοποίηση του μητρώου και του άρθρου 13, που τροποποιεί τις διατάξεις του ν.4384/2016, σχετικά με τη διάθεση του ενεργητικού τους μέσω του ΟΔΙΑΓΕ, νοικοκυρεύει τους συνεταιρισμούς και περισώζει στοιχεία του ενεργητικού απαραίτητα για την παραγωγική ανασυγκρότηση. Η δε εκπροσώπησή τους σε περιφερειακό επίπεδο, είναι απολύτως συμβατή με την υφιστάμενη συγκυρία και την διαχείριση πόρων από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020 και βρίσκει σαφέστατη θετική ανταπόκριση από το συνεταιριστικό χώρο. Τα περισσότερα επιτυχημένα περιφερειακά προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στηρίζονται σε συνεταιρισμούς και σε συνεταιριστικές τοπικές ή περιφερειακές τράπεζες.
Κλείνοντας, επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι ο αγροτικός κόσμος και ειδικά οι νέοι αγρότες, στέκονται αρωγοί στην μεγάλη προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, με την παραγωγή προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας και ποιότητας.”