Συνέντευξη του βουλευτή Ιωαννίνων του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννη Καραγιάννη, όπως δημοσιεύθηκε στις 14/7/2018 στην εφημερίδα Politik Press και στο politik.gr
- Ο πρωθυπουργός δεσμεύεται για τη λήψη σειράς κοινωνικών μέτρων στο πλαίσιο ελάφρυνσης των συνεπειών των μνημονίων. Αρκούν για να θεμελιωθεί η δίκαιη ανάπτυξη; Προλαβαίνει η κυβέρνηση να αντιστρέψει το κλίμα απαισιοδοξίας;
«Η στήριξη των ευπαθών κοινωνικών ομάδων που βίωσαν με τον χειρότερο τρόπο την οκταετή οικονομική κρίση δεν είναι μια ad hoc υποχρέωση, αλλά ο πυρήνας της πλήρους ανασυγκρότησης του κράτους πρόνοιας που έχει πληγεί βάναυσα από τις μονεταριστικές πολιτικές. Αυτό έχει συμβεί σε όλη την Ευρώπη και είναι σήμερα, κατά την άποψή μου, το γενεσιουργό αίτιο του ευρωσκεπτικισμού.
Η λήψη σειράς κοινωνικών μέτρων ελάφρυνσης των συνεπειών της μνημονιακής περιόδου σηματοδοτεί τόσο τις διαφορετικές αντιλήψεις έναντι του νεοφιλελευθερισμού της ΝΔ, όσο και τη διαμόρφωση του μίγματος πολιτικής στήριξης των όρων για δίκαιη ανάπτυξη. Και ο όρος αυτός δεν είναι φιλοσοφικός. Είναι ο παρονομαστής της αναπτυξιακής στρατηγικής που θα πρέπει να εφαρμοστεί μετά το τέλος των μνημονίων.
Η αναπτυξιακή στρατηγική με την ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, η μείωση των φορολογικών συντελεστών όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες, η αποκατάσταση των εργασιακών σχέσεων, η ενίσχυση του χώρου της κοινωνικής οικονομίας και της υγιούς επιχειρηματικότητας είναι στοιχεία που μπορεί να αλλάξουν το κλίμα και την ψυχολογία στην αγορά.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε την ανασυγκρότηση του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας, την επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, τη μεγαλύτερη προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, τη στήριξη της εξωστρέφειας και την άμεση αναδιάρθρωση του Δημοσίου.
Η επαναλειτουργία του τραπεζικού συστήματος σε συνθήκες κανονικότητας και η πλήρης αξιοποίηση όλων των επενδυτικών και χρηματοδοτικών εργαλείων της ΕΕ μπορεί να δώσουν νέα δυναμική με την παράλληλη έξοδο της χώρας στις αγορές, αμέσως μετά το τέλος της επιτροπείας, στα τέλη Αυγούστου. Οφείλει, όμως, και το ντόπιο κεφάλαιο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να βοηθήσει επενδυτικά τη χώρα».
- Μήπως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για την επίλυση του Μακεδονικού και η κυβέρνηση υποτίμησε τη λαϊκή αντίδραση; Πιστεύετε ότι θα της κοστίσει εκλογικά;
«Το Μακεδονικό θα έπρεπε να είχε κλείσει από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών φέρανε, κατά την άποψή μου, μια ρεαλιστική και έντιμη συμφωνία, που προασπίζει τα εθνικά συμφέροντα και κλείνει ανοικτά μέτωπα μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες γεωπολιτικές συνθήκες.
Η θέση των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων βρίσκεται στην ευρωπαϊκή οικογένεια και τα συμφέροντα της Ελλάδας δεν επιτρέπουν καθυστερήσεις και κωλυσιεργίες στην κατεύθυνση αυτή. Ο κ. Κοτζιάς έχει κάνει εξαιρετική δουλειά τόσο στο επίπεδο των διμερών και πολυμερών σχέσεων, όσο και στο περιεχόμενο της παρούσης συμφωνίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κίνδυνος βρίσκεται εξ ανατολών και εκεί θα πρέπει να επικεντρώσουμε όλη μας την προσοχή.
Κατανοώ τις αντιδράσεις, κυρίως στο χώρο της Βόρειας Ελλάδας, αλλά θα πρέπει να μάθουμε ότι μια χώρα πάει μπροστά μόνο με αμοιβαίες υποχωρήσεις, καλές σχέσεις γειτονίας, ρεαλιστικές κινήσεις και αναγκαίους συμβιβασμούς. Το πολιτικό κόστος σε μια χώρα που βγαίνει στο φως μετά από οκτώ χρόνια βαθιάς ύφεσης είναι δευτερεύον ζήτημα. Ο λαός γνωρίζει πολύ καλά ποιοι μας φέρανε σε αυτό το χάλι και όποτε χρειαστεί θα δώσει τις σωστές απαντήσεις.
Εθνικά υπεύθυνη στάση είναι αυτή που δεν αφήνει περιθώρια στρουθοκαμηλισμού, ομφαλοσκόπησης, φοβικών συνδρόμων και πατερναλιστικών λογικών. Με το πέρασμα του χρόνου και την εμβάθυνση των διμερών σχέσεων θα γίνει κατανοητό από όλους το σημαντικό κλείσιμο ενός χρόνιου προβλήματος που δεν οδηγούσε πουθενά».
- Πόσο «μπετόν» είναι η κυβερνητική συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ; Υπάρχουν «εφεδρείες» στην περίπτωση αποχώρησης του κόμματος του Πάνου Καμμένου;
«Η συμφωνία με τους ΑΝΕΛ είχε προγραμματική βάση και στόχο την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Η συνεργασία αυτή ήταν έντιμη από την αρχή παρ’ όλες τις διαφορές και τις διαχωριστικές γραμμές. Ασφαλώς και υπήρξαν προβλήματα αλλά ο στόχος ξεπερνούσε τα εμπόδια και τις διαφορετικές αντιλήψεις.
Η συνεργασία θα πρέπει να συνεχιστεί μέχρι τις εκλογές. Δεν ξέρω αν οι υπάρχουσες κοινοβουλευτικές “εφεδρείες”, κυρίως από το χώρο του ΠΑΣΟΚ, μπορεί να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να ανταποκριθούν σε ιστορικές στιγμές. Μην ξεχνάμε ότι η πλειοψηφία του κόσμου της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης βρίσκεται στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ και αυτό που έχει απομείνει -και το βλέπουμε στη Βουλή- είναι μια θλιβερή ομάδα που κοιτάζει αποκλειστικά και μόνο τη δική της πολιτική επιβίωση, με κάθε κόστος. Δεν εκφράζουν ούτε την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, ούτε την Αριστερά του 21ου αιώνα. Θα πρέπει να ζυγίσουμε πολύ προσεκτικά τα πράγματα πριν τη διαμόρφωση οποιουδήποτε σεναρίου συνεργασίας».
- Ως οικονομολόγος – ελεύθερος επαγγελματίας και γνώστης της διεθνούς πραγματικότητας, τι πιστεύετε ότι λείπει ώστε η οικονομία μας να γίνει πιο εξωστρεφής;
«Η εξωστρέφεια της οικονομίας απαιτεί προσήλωση στο στόχο, καινοτόμες επιχειρήσεις, ποιοτικά προϊόντα, ανασυγκρότηση της οικονομικής μας διπλωματίας με δική της γραμματεία και δικό της προϋπολογισμό, σύγχρονο εξαγωγικό και διεθνές μάρκετινγκ, εξωστρεφείς καινοτόμες δράσεις από τους φορείς εξωστρέφειας, αντίστοιχη επιχειρηματικότητα και αποφυγή προηγούμενων λαθών.
Η σύνδεση της πρωτογενούς παραγωγής με το τουριστικό προϊόν, τον πολιτισμό και την τοπική γαστρονομία παραμένει ζητούμενο. Το πρόβλημα εντοπίζεται στα χαμηλά επίπεδα συνεργιών και συνεργασίας τόσο μεταξύ των επιχειρήσεων, όσο και μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων. Η εξωστρέφεια απαιτεί εξειδικευμένα στελέχη και ανθρώπους της αγοράς σε καίριες θέσεις και πόστα.
- Φοβάστε τις συνέπειες της αλλαγής της ΚΑΠ για τα συμφέροντα του μέσου Έλληνα αγρότη; Η φέτα είναι χαμένη υπόθεση πλέον;
Η φέτα έχει μπει εδώ και πολύ καιρό σε μια μεγάλη περιπέτεια από δικά μας διαχρονικά λάθη και παραλείψεις. Δεν είναι μόνο οι συμφωνίες της ΕΕ με τη Νότια Αφρική και τον Καναδά που δημιουργούν πρόβλημα στο εθνικό μας προϊόν.
Η απουσία διεπαγγελματικής οργάνωσης του προϊόντος, η έλλειψη εθνικής στρατηγικής, τόσο για την αιγοπροβατοτροφία όσο και τη φέτα, η αναιμική οικονομική μας διπλωματία, τα συνεταιριστικά εγκλήματα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που διέλυσαν την παραγωγική βάση της χώρας και οι πολιτικοί χειρισμοί στη διαμόρφωση των συμφωνιών κόστισαν ανεπανόρθωτα.
Πώς γίνεται από όλα τα ΠΟΠ τυριά της ΕΕ να εξαιρείται η φέτα στις συμφωνίες με τη Νότια Αφρική και τον Καναδά;
Πώς επιτρέψαμε να γίνουν δεκτοί οι όροι “generic” (κοινή ονομασία) και “grandfathering” (κεκτημένα δικαιώματα) στις συμφωνίες που δίνουν τη δυνατότητα στη Νότια Αφρική και τον Καναδά να πουλάνε λευκά τυριά άλμης με την ένδειξη φέτα;
Η αλήθεια είναι ότι οι χειρισμοί του 2013 μας έχουν οδηγήσει σε μεγάλες περιπέτειες. Οι εισαγωγές πρόβειου γάλακτος ρίχνουν τις τιμές του Έλληνα κτηνοτρόφου που παλεύει με νύχια και με δόντια να κρατήσει το κοπάδι του. Στην Ήπειρο πολλοί κτηνοτρόφοι εγκαταλείπουν τα κοπάδια τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία της περιοχής και την πλήρη εγκατάλειψη των χωριών μας.
Υπάρχει μέλλον; Ασφαλώς και υπάρχει, αρκεί να χαραχθεί άμεσα εθνική στρατηγική για την κτηνοτροφία, ειδικά για την αιγοπροβατοτροφία και τη φέτα. Οι κρατικοί έλεγχοι στα ισοζύγια γάλακτος και τις εισαγωγές θα πρέπει να ενταθούν. Είναι τραγικό για το μέλλον της φέτας ΠΟΠ να χρησιμοποιείται εισαγόμενο γάλα. Από την άλλη, θα πρέπει να ενταθεί η καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών που θα μειώσει το κόστος των ζωοτροφών.
Είναι επίσης πολύ θετική εξέλιξη η πρόσφατη ίδρυση της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Φέτας. Είναι ο φορέας που θα ελέγξει, θα προστατέψει και θα προωθήσει με τον καλύτερο τρόπο τη φέτα, όπως έκαναν οι Γάλλοι με το ροκφόρ και οι Ιταλοί με την παρμεζάνα. Η δε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του 2005 είναι μια καλή βάση συζήτησης για τη χάραξη της εθνικής στρατηγικής για το προϊόν.
Όσον αφορά τις συνέπειες της αλλαγής της ΚΑΠ και τη μείωση των σχετικών κονδυλίων λόγω Brexit, θα πρέπει να μας προβληματίσει και να μας βρει έτοιμους. Ήδη έγιναν σχετικές συζητήσεις στη Βουλή. Εκείνο, όμως, που με προβληματίζει ιδιαίτερα είναι η δική μας θέση τόσο για την ανασυγκρότηση της ελληνικής αγροτικής οικονομίας σε ζητήματα επάρκειας και μείωσης εισαγωγών, όσο και στην αντιστροφή της σημερινής σχέσης γεωργίας- κτηνοτροφίας που έχει καθυστερήσει σημαντικά».