Άρθρο Γιάννη Καραγιάννη στην εφημερίδα «Τα Νέα», 25/5/2020
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την έννοια του «γαστρονομικού εθνικισμού» (food nationalism), συνέπεια της πανδημίας. Ήδη, πολλές χώρες της ΕΕ λαμβάνουν ιδιότυπα προστατευτικά μέτρα στις εισαγωγές και προωθούν την κατανάλωση της ντόπιας παραγωγής.
Προσωπικά δεν συμμερίζομαι αυτές τις απόψεις, αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω τις αστοχίες, τα λάθη και τις αδικίες της ΚΑΠ τα τελευταία τριάντα χρόνια. Όπως και την πολιτική των επιδοτήσεων που είχε κατά την άποψη μου καταστροφικές συνέπειες στην αγροτική παραγωγή. Οι αγρότες εγκατέλειψαν τις παραδοσιακές καλλιέργειες και στράφηκαν στα επιδοτούμενα προϊόντα.
Το 1961 η χώρας μας παρήγαγε 12.586 τόνους (τ) φακές, το 1981: 8.451 τ. και το 2011: 2.856 τ. Το ίδιο και στα ρεβίθια, 1961: 13.365 τ. 1981: 12.694 τ. και το 2011: 2.200 τ. Σήμερα εισάγουμε φασόλια από Κίνα, μαυρομάτικα από Περού και φακές από Καναδά. Το ίδιο και με το σουσάμι, βάση του παραδοσιακού μας χαλβά. Το 1961 παρήχθησαν 6.374 τόνοι, το 1981: 1.572 τ. και το 2011 μόλις 33.
Ίδια κατάσταση και με τους ξηρούς καρπούς, καθώς αμύγδαλα, φουντούκια, καρύδια και φιστίκια Αιγίνης, μείνανε εκτός επιδοτήσεων. Έτσι σήμερα έχουμε μεγάλες εισαγωγές από τρίτες χώρες, κυρίως από Αμερική, Γεωργία και Μολδαβία. Το ίδιο επαναλήφθηκε στην εγχώρια παραγωγή λεμονιών. Από τους 216.874 τόνους το 1981 πέσαμε κάτω από 70 χιλ. με τα εισαγόμενα να κατακλύζουν την αγορά.
Παρόμοια πολιτική ακολουθήθηκε και στα κτηνοτροφικά φυτά, όπως τριφύλλι, μπιζέλι, ρεβίθι, λούπινο, κλπ. Αντικαταστάθηκαν από εισαγόμενη σόγια, βασική σήμερα ζωοτροφή, της διαρκώς μειούμενης κτηνοτροφίας μας. Γεγονός, που υποθηκεύει το μέλλον των ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντων μας.
Να επισημάνω ακόμη τις επιπτώσεις στα εθνικά μας προϊόντα, των εμπορικών συμφωνιών της ΕΕ με τρίτες χώρες. Το παράδειγμα της φέτας είναι ενδεικτικό! Εξαιρέθηκε από τον κατάλογο των ευρωπαϊκών ΠΟΠ τυριών και σήμερα ο Καναδάς και η Ν. Αφρική παράγουν λευκά τυριά άλμης με την ένδειξη φέτα.
Να θυμίσω ακόμη ότι η νόσος των τρελών αγελάδων (Μ. Βρετανία) και η ανίχνευση διοξινών σε πουλερικά και χοιρινά (Βέλγιο) χρεώνονται αποκλειστικά στην αγροτική παραγωγή της ΕΕ. Αποδείχτηκε στην πράξη, ότι υπάρχουν πολλά κενά στους ευρωπαϊκούς ελεγκτικούς μηχανισμούς και την αντίστοιχη νομοθεσία.
Σε προηγούμενο άρθρο μου στα «ΝΕΑ» (21/4/2020) αναφέρθηκα στο πρόβλημα της επάρκειας, κυρίως κτηνοτροφικών προϊόντων και την ανάγκη αλλαγής του αγροδιατροφικού μοντέλου της χώρας. Η νέα ΚΑΠ (2021-2027) πρέπει να αλλάξει φιλοσοφία και πλεύση, να ενσωματώσει δημιουργικά και ισότιμα τις εθνικές προτάσεις και να σταματήσει η αμφισημία και ο στρουθοκαμηλισμός που ρίχνουν λάδι στη φωτιά του ευρωσκεπτικισμού.