Μετά από πολλά χρόνια βασανιστικής αναζήτησης στο χώρο της λογοτεχνίας, από την πλευρά του γραφιά, κατέληξα στο είδος που πραγματικά με εκφράζει, τόσο δημιουργικά όσο και επικοινωνιακά και αυτό είναι το νουάρ μυθιστόρημα.
Πάνω στον κλασσικό καμβά ενός νουάρ, όπως το γνωρίσαμε από τους μάστορες του είδους και τον κινηματογράφο, μου δίνεται η δυνατότητα να παντρέψω πολλά πράγματα μαζί, χρησιμοποιώντας δυο βασικά του στοιχεία. Το ένα είναι το ιστορικό του background και το άλλο τα ψυχογραφήματα των ηρώων του, που τις περισσότερες, αν όχι όλες τις φορές, ακροβατούν σε ακραίες καταστάσεις και γεγονότα.
Στην περίπτωση του βιβλίου μου χρησιμοποίησα ως ιστορικό γεγονός την εποχή της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπως την έζησα στην Οδησσό και τους ήρωες μου τους άφησα απόλυτα ελεύθερους να εκφράσουν τα όποια συναισθήματα τους, μέσα από τις υπαρξιακές τους αναζητήσεις και τα αδιέξοδα της προσωπικής τους μοναξιάς.
Τα σκληρά και δύσκολα χρόνια μετά τη διάλυση του υπαρκτού, η μυθοπλασία των ηρώων μου, η μυστηριακή ατμόσφαιρα της Οδησσού, η οικονομική μετανάστευση και τα βιώματά μου, δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν χωρίς τη δύναμη της απόλυτης ρεαλιστικής γραφής που πολλές φορές ενοχλεί και σοκάρει.
Το ιστορικό background του βιβλίου, δεν θα μπορούσε να αποτυπωθεί χωρίς το προσωπικό βίωμα και την αγάπη μου για την Οδησσό, όπου βρέθηκα για επαγγελματικούς λόγους την περίοδο 1996-2001. Από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, το 1989, όλος ο πρώην ανατολικός κόσμος μπαίνει σε μια βίαιη προσαρμογή στους νόμους της αγοράς και του καπιταλισμού που γεννάει μια νέα βαρβαρότητα.
Η Οδησσός γίνεται σημείο αναφοράς, αλλά και γέφυρα με την πατρίδα τόσο στα χρόνια της μεγάλης ακμής, όσο και στα χρόνια του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, μετά τον εμφύλιο και την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Τα Γιάννενα γίνονται «ντεκόρ» σαν ταινία του Αγγελόπουλου και η Ήπειρος ολοκληρώνει το ιστορικό αυτό πάζλ ως τραγικός τόπος εμφύλιου σπαραγμού και μετανάστευσης.
Στο πρόσωπο του βασικού μου ήρωα, του Έκτορα, προσπάθησα να αναδείξω τις αγωνίες, τη μοναξιά, την αμφισβήτηση, τα χαμένα όνειρα, τα αδιέξοδα, την απόρριψη και τον πόνο μιας ολόκληρης γενιάς. Της γενιάς της μεταπολίτευσης, στην οποία ανήκω και εγώ. Μιας γενιάς που έζησε κάτω από τη σκιά αυτής του πολυτεχνείου, μιας γενιάς που περιμένει ακόμη στη γωνία να εκφραστεί και να δημιουργήσει. Μιας γενιάς αδικημένης, «χαμένης» όπως λέει και το τραγούδι.
Δεν λείπει όμως από το βιβλίο και η μεγάλη μου αγωνία για την αριστερά, στην οποία ανήκω από μαθητής του γυμνασίου και η μεγάλη μου αδυναμία στην ποίηση που με «τραβάει πάντα από το μανίκι». Με πολλή δυσκολία, είναι η αλήθεια, στρίμωξα στο βιβλίο ένα ποίημα για ένα φίλο που έφυγε νωρίς.
Τέλος, με το χέρι στην καρδιά σας υπόσχομαι με τα επόμενα βιβλία που ακολουθούν να σας εκπλήσσω ευχάριστα!