Συνέντευξη στην εφημερίδα “Ηπειρωτικός Αγών”, στις 26/8/2017
Βαδίζουμε προς την ολοκλήρωση του τρίτου χρόνου διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ. Τι βαθμό θα βάζατε στην κυβέρνηση και που νομίζετε ότι υστέρησε σε αυτή την πορεία;
Από την πρώτη στιγμή ανάληψης της εξουσίας, υπήρξαν ανυπέρβλητες δυσκολίες και εμπόδια σε μια προσπάθεια διαχείρισης κρίσεων, αλλαγής συσχετισμών στην Ελλάδα και την Ευρώπη, και αυστηρών περιορισμών -οικονομικών και δημοσιονομικών– από τις μνημονιακές υποχρεώσεις. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η κυβέρνηση έπρεπε να διαχειριστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση, αλλά και να κρατήσει την κοινωνία όρθια. Στη μεγάλη αυτή προσπάθεια, όπως ήταν φυσικό, γίνανε πολλά, αλλά όχι εσκεμμένα, λάθη. Υπήρξε, όμως, και σημαντικό έργο στην κατεύθυνση της κοινωνικής πολιτικής και της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης.
Συνήθως μια κυβέρνηση αξιολογείται από το έργο της μέσα σε κανονικές οικονομικές συνθήκες. Δυστυχώς, αυτές δεν υπήρξαν στην περίπτωση μας. Άλλο είναι να σχεδιάζεις αναπτυξιακές και κοινωνικές πολιτικές και στρατηγικές μέσα σε υγιές οικονομικό περιβάλλον και άλλο να προσπαθείς με «νύχια και με δόντια» να διαχειριστείς μια διαρκή ύφεση και κρίση, που έχει καταστρέψει το 25% του ΑΕΠ της χώρας.
Η εκτίμηση μου είναι ότι μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, την επιτυχή έξοδο στις αγορές και τη διακριτή βελτίωση πολλών οικονομικών δεικτών θα πρέπει υπάρξει επιτάχυνση κυβερνητικού έργου και μεγαλύτερη προσπάθεια με στόχο την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και την ανάπτυξη. Είναι τα μεγάλα επίδικα της επόμενης μέρας, που δε δικαιολογούν καθυστερήσεις και παλινωδίες.
Στην κορυφή της προσωπικής σας πολιτικής ατζέντας βρίσκονται τα ζητήματα της ανάπτυξης του πρωτογενούς τομέα και έχετε μιλήσει για την ανάγκη εθνικής συνεννόησης. Πόσο δύσκολο βλέπετε πως είναι να συμφωνήσουν κυβέρνηση, αντιπολίτευση και παραγωγικές δυνάμεις σε πράγματα που φαίνονται αυτονόητα;
Θεωρώ απαραίτητη την ανάγκη εθνικής συνεννόησης για την ανασυγκρότηση της πρωτογενούς παραγωγής, βασικού πυλώνα ανάπτυξης. Τόσο στο επίπεδο της εκπόνησης εθνικής στρατηγικής για τα εθνικά μας προϊόντα (φέτα, λάδι κλπ), όσο στην αλλαγή της σημερινής σχέσης γεωργίας/κτηνοτροφίας και τη βελτίωση της επάρκειας κτηνοτροφικών προϊόντων. Το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020 προσφέρει πολλές ευκαιρίες στον έλληνα αγρότη και κτηνοτρόφο, ιδίως στους τομείς της μεταποίησης και της εξωστρέφειας. Να επισημάνω, ακόμη, ότι έχει παραχθεί ικανοποιητικό νομοθετικό έργο από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης (βοσκήσιμες γαίες- νέος νόμος περί συνεταιρισμών) και τις επόμενες μέρες έρχεται στη Βουλή το νομοσχέδιο που αφορά χρόνους πληρωμής νωπών προϊόντων και αναγραφή προέλευσης γάλακτος. Χρειάζεται, όμως, ακόμη πολύ δουλειά. Το κόστος παραγωγής παραμένει υψηλό, όπως και η φορολογία σε ορισμένες κατηγορίες αγροτών. Από την άλλη, ο αγροτικός κόσμος περιμένει λύσεις στα προβλήματά του, σχέδιο αγροτικής ανασυγκρότησης και αποκάλυψη των μεγάλων συνεταιριστικών σκανδάλων. Η κάθαρση αυτή είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της ιδέας του συνεργατισμού στη χώρα μας, που έχει αμαυρωθεί από συγκεκριμένες πολιτικές των προηγούμενων 30 χρόνων.
Έχετε εκφράσει ανοιχτά τη διαφωνία σας στις συμφωνίες της ΕΕ με τον Καναδά και τη Νότια Αφρική για τη φέτα. Αν δεν καταφέρετε η θέση σας αυτή να υιοθετηθεί από την κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή, είστε διατεθειμένος να καταψηφίσετε προσωπικά την κύρωση της CETA;
Οι δυο αυτές συμφωνίες δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα στο εθνικό μας προϊόν, γιατί η ΕΕ, ως όφειλε, δεν προστάτεψε τη φέτα, όπως έκανε με τα άλλα 232 ΠΟΠ τυριά της. Έτσι, δίνεται η δυνατότητα στη Ν. Αφρική να κυκλοφορεί λευκά τυριά άλμης με την ένδειξη «φέτα Ν. Αφρικής» και στον Καναδά «Φέτα-style» η «Φέτα-type» για τους νέους παραγωγούς του. Η ίδια η ΕΕ, με λάθη, όμως, και παραλείψεις της ελληνικής πλευράς, εκχώρησε το όνομα φέτα. Η φέτα, όμως, είναι μία και ελληνική. Είναι οι παραδόσεις μας, είναι η ιστορία μας, είναι τα ήθη και έθιμα μας, αποτελεί μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Το όνομα της δεν εκχωρείται, δεν πωλείται, δε νοικιάζεται, δεν εκποιείται. Κάτω από την αγωνία αυτή, συστήσαμε τον «Όμιλο φίλων φέτας» με τη στήριξη της διεπαγγελματικής για να ενημερώσουμε τη διεθνή κοινότητα για την αυθεντικότητα του προϊόντος. Ήδη έχουμε σχεδιάσει δράσεις τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις πόλεις του εξωτερικού που φιλοξενούν διεθνείς εκθέσεις τροφίμων. Στο πλαίσιο αυτό, οφείλουμε να ενημερώσουμε λεπτομερώς και όλους τους συναδέλφους της Ελληνικής Βουλής, ώστε να έχουν πλήρη γνώση του θέματος και να τοποθετηθούν κατά συνείδηση, όταν οι συμφωνίες έρθουν προς κύρωση στη Βουλή.
Πόσο άλλαξε τη θεώρησή σας για την πολιτική η είσοδός σας στη Βουλή; Προσδοκά ο Γιάννης Καραγιάννης μια θέση στο κυβερνητικό σχήμα, όταν έρθει η ώρα του επόμενου ανασχηματισμού;
Προσπαθώ να διακρίνω και να αναλύω τα πολιτικά γεγονότα και πράγματα μέσα από την οπτική του ενεργού πολίτη. Αυτό έκανα πάντα, χωρίς να λογαριάζω το πολιτικό κόστος. Ανήκω από τα μαθητικά μου χρόνια στη δημοκρατική, ευρωπαϊκή και ρεαλιστική αριστερά, αυτό που ονομάζομαι σήμερα «Αριστερά του 21ου αιώνα». Με ενοχλεί, όμως, βαθύτατα, μετά την είσοδο μου στη Βουλή, αυτή η επιτομή του πολιτικού «κιτς», ιδίως όταν εκπορεύεται από ανθρώπους της Αριστεράς. Τι σχέση μπορεί να έχει το προοδευτικό, το νέο και το ελπιδοφόρο με παλαιοκομματικές πρακτικές και αντιλήψεις; Πως μπορούμε να εμπνεύσουμε τις νέες γενιές, όταν συμπεριφερόμαστε με λογικές της δεκαετίας του 60; Πως θα τρέξουμε ανάπτυξη και μεταρρυθμίσεις με κρατικιστικές αντιλήψεις, πολιτικό αυτισμό και αντιευρωπαϊκή συμπεριφορά; Πως θα οικοδομήσουμε το διαφορετικό και το καινούργιο, άμα δε συγκρουστούμε με τα κομματικά «cult» φέουδα, τις αναχρονιστικές αντιλήψεις, τις πολιτικές φοβίες και τις κακές συνδικαλιστικές πρακτικές; Ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας περιμένει πολλά από εμάς και δεν πρέπει να τον απογοητεύσουμε. Όταν δε, το επιτρέψουν οι συνθήκες, να προχωρήσουμε άμεσα σε μειώσεις φορολογίας φυσικών και νομικών προσώπων. Οι άνθρωποι της αγοράς γνωρίζουν από πρώτο χέρι τα λάθη των προηγούμενων και τις κρατικοδίαιτες πρακτικές που έπνιγαν τον υγιή ανταγωνισμό και την επιχειρηματικότητα. Σε ό,τι αφορά τον ανασχηματισμό, είναι αποκλειστικό θέμα του πρωθυπουργού και δε θα ήθελα να πω κάτι παραπάνω.
Τον Οκτώβριο προγραμματίζεται στα Γιάννενα το περιφερειακό συνέδριο για την παραγωγική ανασυγκρότηση. Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι προτεραιότητες για την Ήπειρο;
Η Ήπειρος έχει στερηθεί μέχρι σήμερα ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού «master plan», όπως λέμε στην επιστήμη της περιφερειακής ανάπτυξης, που θα αναδείκνυε τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και θα προέκυπτε μετά από διαβούλευση. Έχουν υπάρξει ασφαλώς σημαντικά βήματα, αλλά χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια στην κατεύθυνση αυτή. Η σύνδεση της πρωτογενούς παραγωγής με τον τουρισμό, τον πολιτισμό και την τοπική γαστρονομία είναι στόχος εφικτός, αρκεί να υπάρξουν συνέργειες και συνεργασίες. Η επιλογή, όμως, του αναπτυξιακού μοντέλου για την Ήπειρο θα πρέπει να προκύψει μέσα από διαβούλευση, να αφορά το σύνολο της περιοχής και να έχει οικολογικό αποτύπωμα. Η ανάπτυξη των ορεινών περιοχών μπορεί να μας δώσει μοναδικά αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και ποιότητας. Η αξιοποίηση των ιαματικών μας πηγών ανοίγει νέους τουριστικούς δρόμους. Οι ιχθυοκαλλιέργειες έχουν προοπτική, αρκεί να υπάρξει μεταποιητική διαδικασία του παραγόμενου προϊόντος. Η αναβάθμιση του κάμπου της Άρτας μπορεί να προσφέρει πολλά ποιοτικά, αγροτικά προϊόντα με εξαγωγικό προσανατολισμό. Η δε ολοκλήρωση των οδικών αξόνων, το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, τα αεροδρόμια των Ιωαννίνων και του Ακτίου, καθώς και οι κάθετες συνδέσεις με όμορες χώρες προσδίδουν νέα δυναμική και ανοίγουν νέες ευκαιρίες. Θα πρέπει, όμως, να αλλάξουμε νοοτροπία, να αποβάλλουμε επαρχιωτισμούς, να μην ομφαλοσκοπούμε και να πάψουμε να στρουθοκαμηλίζουμε. Αυτός είναι και ο στόχος των αντίστοιχων περιφερειακών συσκέψεων που συμμετέχει ο ίδιος ο πρωθυπουργός, σε μια προσπάθεια περιφερειακής ανάπτυξης της χώρας.
Ένα χρόνο πριν, από το Κομμένο της Άρτας, ο πρωθυπουργός έλεγε ότι η χώρα θα διεκδικήσει μέχρι τέλους τις γερμανικές αποζημιώσεις. Πριν λίγες ημέρες, από τα ερείπια της καμένης από τους Γερμανούς εκκλησίας στους Ασπράγγελους, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων διερωτήθηκε γιατί δε βρίσκεται κανείς να έχει το θάρρος και τα μούτρα να πάει να ζητήσει το κατοχικό δάνειο. Πέρα από το επίπεδο της ρητορικής, ποιες ενέργειες έχει κάνει η κυβέρνηση για να τεθεί ουσιαστικά το ζήτημα των διεκδικήσεων;
Για το συγκεκριμένο ζήτημα υιοθετώ πλήρως την επίσημη θέση του Ελληνικού Κοινοβουλίου «ότι ο θεσμός της παραγραφής δεν εφαρμόζεται ούτε στο ποινικό, αλλά ούτε και στο αστικό σκέλος των υποθέσεων που πηγάζουν από τη δράση των δυνάμεων του Άξονα στην Ελλάδα κατά την περίοδο της κατοχής 1941-1945» και συνυπογράφω τη δήλωση της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ που αναφέρει ότι «τα θύματα των διεθνών εγκλημάτων πολέμου, των εγκλημάτων κατά την ανθρωπότητας και των πράξεων γενοκτονίας δικαιούνται την πλήρη και απαρακώλυτη πρόσβαση σε αποτελεσματική έννομη θεραπεία, διατηρώντας το δικαίωμα στην αλήθεια και στην ιστορική μνήμη. Τα θύματα των θηριωδιών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ουδέποτε είχαν στη διάθεσή τους τα αναγκαία έννομα μέσα για την υπεράσπισή τους και την επιδίωξη ουσιαστικής νομικής, ηθικής και ιστορικής αποκατάστασης. Σύμφωνα δε με το διεθνές δίκαιο και το ελληνικό Σύνταγμα τα εγκλήματα πολέμου, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και οι πράξεις γενοκτονίας δεν υπόκεινται στις περί παραγραφής διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Με βάση τις εφαρμοστέες υπερισχύουσες αρχές του διεθνούς δικαίου απαράγραπτες παραμένουν και οι αστικές αξιώσεις που προκύπτουν από τα ως άνω διεθνή εγκλήματα, είτε αφορούν απαιτήσεις υλικής αποζημίωσης είτε χρηματικής ικανοποίησης, ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης».
Έχουμε χρέος και ευθύνη, ιδίως όσοι προερχόμαστε από Μαρτυρικά χωριά, να συνεχίσουμε τον αγώνα για τις γερμανικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο. Άποψη που ενστερνίζεται πλήρως και ο πρωθυπουργός της χώρας Αλέξης Τσίπρας.